Η ώρα περασμένες έντεκα και τα φώτα της πόλης έχουν ανάψει, παίζοντας κυνηγητό πάνω στα νερά του Ευβοϊκού με τα αστέρια του ουρανού, που λίγο πριν μπει για τα καλά το καλοκαίρι, έχει ανοίξει διάπλατα την αγκαλιά του.
Μουσικές μπλέκονται με γέλια και φωνές στο μπαλκόνι της Χαλκίδας, και τα τραπέζια στα μαγαζιά της παραλίας έχουν πάρει φωτιά από παρέες κάθε ηλικίας. Ενώ από τα σπίτια αχνοφαίνεται η μελωδία του Μίμη Πλέσσα, στο τηλεοπτικό αφιέρωμα του Σαββατόβραδου.
Μα πόσο μαγική πόλη… θα αναρωτηθεί κανείς και θα αναστενάξει με συγκίνηση ο Χαλκιδέος…
Θα μπορούσε.
Όμως αυτό το σύννεφο, πάνω στο οποίο έχουν κάτσει και ξαποσταίνουν οι έχοντες την ευθύνη, με τη δική μας ανοχή και συμμετοχή, δημιουργεί ομίχλη στο παρόν αλλά και στο μέλλον της Χαλκίδας.
Και ευθύνη δεν έχουν μόνο οι αρχές αλλά και οι αντιπολιτεύσεις.
Όταν παρακολουθεί κανείς μαραθώνιες συνεδριάσεις Δημοτικού Συμβουλίου, όπου ο απολογισμός περιέχει λουλούδια και ο αντίλογος αγκάθια, χωρίς πουθενά να παρουσιάζεται η ρίζα των προβλημάτων, ούτε και των λύσεων, απλά εκστομίζονται λέξεις εντυπωσιασμού εκατέρωθεν, τότε το μόνο που μένει, είναι ποιος αισθάνεται κερδισμένος σ’ ένα ανελέητο κυνηγητό δημοσιότητας.
Ειδικά σ’ αυτή την παρατεταμένη προεκλογική περίοδο που διανύουμε, όλοι επιδιώκουν τα φώτα πάνω τους. Ρομαντικοί και εραστές της αυτοδιοίκησης όπως και επαγγελματίες πολιτικοί, που αναζητούν το επόμενο μετερίζι και την επόμενη κολιγιά που θα τους φέρει ένα βήμα πιο κοντά στο θώκο της εξουσίας. Είναι γλυκιά η εξουσία, κι αν μια φορά τη γευτείς, δύσκολα μετά την εγκαταλείπεις.
Είναι σαν τις σειρήνες του Οδυσσέα. Σε μαγεύει με το τραγούδι της και χάνεσαι στο βυθό της λήθης, αδυνατώντας να θυμηθείς τον λόγο που ο πολίτης σε εξέλεξε στην όποια θέση κατέχεις.
Την μεγαλύτερη κακοποίηση βιώνει η εξουσία, κυρίως απ’ όσους μπορεί κάπου στην πορεία να έχασαν την καρέκλα και πασχίζουν πάλι να την κερδίσουν.
Είναι όμως ικανή να βγάλει το πραγματικό πρόσωπο σ’ αυτόν που θα επιλέξει να μπλεχτεί και να μπλέξει στα δίχτυα της.
Κι όλα αυτά τα παιχνίδια ισχύος σε μια πόλη, που δεν παύει να είναι επαρχιακή αν και σύγχρονη, και το μόνο που σίγουρα «τρέχει» με ταχύτητα φωτός είναι η λογοκρισία κι όχι τα έργα.
Λογοκρισία στη σκέψη, λογοκρισία στην πράξη, λογοκρισία στο βλέμμα, λογοκρισία στη στάση ζωής. Την ώρα, που όλα πολύ εύκολα μπορούν να ειπωθούν – κι αυτό γίνεται – χωρίς φίλτρο στο διαδίκτυο, όπου όλοι γινόμαστε κοινωνοί της κρίσης, της επίκρισης, της αισθητικής παρέμβασης, της άποψης όλων για όλα, αλλά ποτέ κανένας δεν είναι έτοιμος να δεχτεί αυτό που δεν ταιριάζει στη δική του αντίληψη.
Εκλογικές αναμετρήσεις πλησιάζουν και είναι μια καλή ευκαιρία να φιλτράρουν τα θέλω τους τόσο οι υποψήφιοι όσο και οι ψηφοφόροι. Τι τελικά θέλουμε, και τι αναζητούμε στον τόπο που κατοικούμε; Πώς επιδιώκουμε να τον δούμε στο μέλλον και πώς εμείς οι ίδιοι θα συμβάλλουμε σ’ αυτές τις αλλαγές;
Σίγουρα όχι με την ανοχή σε ασύντακτες σκέψεις που αραδιάζονται στο τραπέζι των συνεδριάσεων των όποιων θεσμικών οργάνων για ώρες, μέχρι να έρθουν τα μεσάνυχτα και να πουν τα μέλη τους, για πολλοστή φορά, «Καληνύχτα, Χαλκιδέοι».
Άλλωστε, το μόνο που είναι στο χέρι μας και ευθύνη του καθενός, είναι πως αντιδρούμε στα γεγονότα κι αν η αντίδρασή μας χαρακτηρίζεται απο αξιοπρέπεια.
Όπως περιγράφει και ο Κώστας Καβάφης στο ποίημά του “Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων“, καμία απώλεια και κανένα γεγονός, δεν πρέπει ποτέ να μας εξωθούν σε αναξιοπρεπείς συμπεριφορές. Ενώ η εξουσία φέρει μαζί της περισσότερες ευθύνες απο τους άλλους κι όχι περισσότερα προνόμια εις βάρος των λοιπών.
«Άγε, ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως, επάν έξω
γενώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον∙
αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι.»