«Αν η Τουρκία δεν αποκλιμακώσει την ένταση, θα υποστεί τις συνέπειες», δήλωσε χαρακτηριστικά στον δημοσιογράφο Γιώργο Ευγενίδη ο βουλευτής της Ν.Δ. Σίμος Κεδίκογλου για την τουρκική προκλητικότητα. Εκτιμά, δε, ότι οι αποκαλύψεις για τα έργα και τις ημέρες πρώην υπουργών του προκαλούν πανικό στον κ. Τσίπρα.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
-Η Τουρκία έχει αποδείξει πως ό, τι λέει το κάνει. Είπε ότι θα κάνει την Αγία Σοφία τζαμί και την έκανε. Συνεπώς, εκτιμάτε ότι από Σεπτέμβριο μπορεί να προχωρήσει και σε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας;
«Το μήνυμα που η παγκόσμια κοινότητα έστειλε στην Τουρκία είναι ότι δεν μπορεί να παραβιάζει ατιμώρητα τη διεθνή νομιμότητα και πως σαφώς θα υπάρξουν συνέπειες. Το θέμα της Αγια-Σοφιάς δεν είναι Ελληνοτουρκικό. Είναι ένα διεθνές ζήτημα, ένα ζήτημα που αφορά στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη και με τον υπόλοιπο κόσμο.
Ο κ. Ερντογάν έκανε ένα ιστορικό λάθος. Έλαβε μια λανθασμένη απόφαση, η οποία θα προκαλέσει μελλοντικά πολλά προβλήματα και στον ίδιο τον Τούρκο πρόεδρο και στην Τουρκία. Καταδικάζουμε αυτήν την ενέργεια και θα κάνουμε ό, τι είναι δυνατόν, προκειμένου να υπάρξουν συνέπειες για την Τουρκία, ώστε να καταλάβει όποιος παραβαίνει τη διεθνή νομιμότητα πως γι’ αυτήν την παραβατική συμπεριφορά υπάρχουν κυρώσεις.
Η Ελλάδα σίγουρα μελετά την αντίδρασή της σε όλα τα επίπεδα. Αν η Τουρκία δεν αποκλιμακώσει την ένταση, θα υποστεί τις συνέπειες. Είναι πια προφανές ότι η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφείς τις κόκκινες γραμμές της. Πάντα προετοιμαζόμαστε με γνώμονα όχι το καλύτερο, αλλά το δυσμενέστερο».
-Η χώρα μας είναι έτοιμη διά παν ενδεχόμενο; Και, το βασικότερο, θα είμαστε μόνοι μας σε ένα θερμό επεισόδιο ή θα έχουμε συμμαχίες;
Εμείς προχωράμε με σταθερότητα στην προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και είμαστε σε εγρήγορση, απαντώντας πάντα με τον τρόπο που απαιτείται σε τέτοιου είδους προκλήσεις. Πολλά απ’ όσα διαδραματίζονται στην εξωτερική πολιτική σκηνή δεν είναι αναγκαίο να γίνονται αντικείμενα δημόσιου διαλόγου προτού ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις. Έχουμε τους συμμάχους μας στο πλευρό μας και τη δύναμη ως χώρα να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προασπίσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Πρέπει να γνωρίζει και η άλλη πλευρά ποιο είναι το διακύβευμα από τις προκλητικές της ενέργειες και να αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν συνέπειες με έναν κατάλογο μέτρων που μπορεί να ενεργοποιούνται ανάλογα με τη συμπεριφορά της.
Τα όσα αναδεικνύονται τόσο για τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο όσο και για τον Νίκο Παππά είναι εξαιρετικά περίεργα. Θεωρείτε ότι η πόρτα του Ειδικού Δικαστηρίου ανοίγει και για τον κ. Παπαγγελόπουλο; Και ότι πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω από τη Βουλή τα έργα και οι ημέρες του κ. Παππά;
«Τα όσα αποκαλύπτονται για το παρακράτος που χτιζόταν στη διάρκεια των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. είναι ανατριχιαστικά για τη Δημοκρατία μας, παραπέμπουν σε αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις και εγείρουν σοβαρά νομικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Μέχρι στιγμής διακρίνονται δύο πτυχές των μεθοδεύσεών τους: Η πρώτη αφορά στη δημιουργία παραδικαστικού κυκλώματος για τη συκοφάντηση και τη δίωξη πολιτικών αντιπάλων. Η πτυχή αυτή -για την οποία ελέγχεται ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης κ. Παπαγγελόπουλος- απασχόλησε για μήνες την Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής. Η δεύτερη πτυχή αφορά σε μια σειρά ενεργειών με στόχο τον έλεγχο των ΜΜΕ, στις οποίες εντάσσονται υπόγειες διαδρομές χρήματος, μέσω off-shore εταιρειών και εικονικών συναλλαγών, περίεργες επαφές και ταξίδια του τότε υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά. Μέρη της πτυχής αυτής βρίσκονται ήδη στη Δικαιοσύνη και κάποια στιγμή αναμένεται να φτάσουν στη Βουλή».
-Γιατί μιλάτε μόνο για πολιτικές ευθύνες του κ. Τσίπρα; Δεν γνώριζε τι γινόταν επί των ημερών της δικής του διακυβέρνησης;
«Ο κ. Τσίπρας δεν αρνήθηκε τα γεγονότα και δεν αποδοκίμασε καμία από τις αθλιότητες που καταγγέλλονται. Αντί να μιλήσει για την ταμπακιέρα, μίλησε γι’ αυτόν που την κουβαλούσε. Αντί να πάρει αποστάσεις, πήρε «αγκαλιά» τον κ. Παππά και προσπάθησε να μοιράσει στους συντρόφους του τις ευθύνες. Αντί συγγνώμης, επέλεξε να αποπροσανατολίσει. Χρησιμοποιεί ύβρεις και συκοφαντίες εναντίον της κυβέρνησης, όπως έκανε κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για τις δημόσιες συναθροίσεις. Φαίνεται, έτσι, ότι οι αποκαλύψεις για τις παρακρατικές πρακτικές στη διάρκεια των κυβερνήσεών του τού προκαλούν πανικό».
-Ένας από τους κλάδους που πλήττονται είναι ο αγροτικός. Θεωρείτε ότι τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι επαρκή ή πρέπει η κυβέρνηση να σκεφτεί και περαιτέρω ενέργειες στήριξης;
«Το νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης εκσυγχρονίζει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του κλάδου και δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα, εξασφαλίζοντας την αναπτυξιακή του πορεία, σε ένα περιβάλλον όπου ο ανταγωνισμός από τρίτες χώρες γίνεται εντονότερος. Ουσιαστικά, ξεκινάει η στρατηγική ανασυγκρότηση του αγροτικού τομέα. Η Ελλάδα, μετά την κρίση της πανδημίας, θα είναι πολύ διαφορετική. Αποδείχθηκε ότι δεν πρέπει η οικονομία μας να στηρίζεται τόσο πολύ σε έναν πυλώνα, τον τουρισμό. Πρέπει να αναπτύξουμε τον αγροδιατροφικό τομέα, όπου έχουμε μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πρέπει να αναδείξουμε τον αγρότη-επιχειρηματία ως οικονομικό αλλά και κοινωνικό πρότυπο».
-Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό;
«Θα πρέπει ο αγρότης-επιχειρηματίας να έχει την κατάλληλη γεωτεχνική υποστήριξη και την οικονομική πληροφόρηση. Έτσι θα μπορεί να λαμβάνει τις σωστές επιχειρηματικές αποφάσεις, για να είναι εφικτή η χρηματοδότησή του. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει δίπλα του τον γεωπόνο, που θα του παρέχει την απαιτούμενη ενημέρωση αναφορικά με το ποιες δυνατότητες καλλιέργειας έχει, όπως και τον οικονομικό σύμβουλο ο οποίος θα τον πληροφορεί για τις προοπτικές κάθε προϊόντος στην τρέχουσα συγκυρία της αγοράς. Αρκετά ενδιαφέρουσα είναι και η πρόταση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας που χρήζει περαιτέρω μελέτης για την ανάπτυξη του Πρωτογενούς Τομέα και αφορά στη δημιουργία ενός καινοτόμου ΣΔΙΤ, ενός ενιαίου φορέα που θα συνάπτει συμφωνίες «συμβολαιακής καλλιέργειας» και στη συνέχεια θα μεταποιεί μαζικά, θα συσκευάζει και θα εξάγει προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία. Έτσι, μπορούμε να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας κατά 25 δισ. ευρώ, να δημιουργήσουμε τουλάχιστον 100.000 θέσεις εργασίας και να αυξήσουμε κατά πολύ το ΑΕΠ.»